συναπάντημα — το τυχαία συνάντηση ή ό,τι συναντά κάποιος: Ο Θεός να σε φυλάξει από κακό συναπάντημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανταίνω — 1. συναντώ 2. μπλέκομαι, συναντώ εμπόδιο, κακό συναπάντημα 3. κατορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντάω «συναντώ», αναλογικά προς άλλα ρ. σε αίνω (πρβλ. απαντώ απανταίνω, καταντώ κατανταίνω), των οποίων ο ενεστ. μεταπλάστηκε σε αίνω υποχωρητικά από τον… … Dictionary of Greek
μάρα — η 1. μαρασμός, στενοχώρια, μαράζι 2. φρ. α) «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα» όχλος, συρφετός β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. από τη φράση «άρες μάρες» (για τη… … Dictionary of Greek
μεσόσκαλο — το 1. το μέσο τής σκάλας («τρέχει ώς το μεσόσκαλο / για το συναπάντημα», Ζερβ.) 2. η εσωτερική βαθμίδα τής σκάλας, το εσωτερικό σκαλοπάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + σκάλα (πρβλ. πλατύ σκαλο)] … Dictionary of Greek
σάρα — (Αστρον.), Αστεροειδής που πρωτοεπισημανθηκε στις 19 Απριλίου 1904. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεση του είναι 14,9 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 11,1 από τον Ήλιο. * * * η, Ν 1. κάθε άχρηστο πράγμα ή … Dictionary of Greek
συμφθείρω — Α [φθείρω / ομαι] 1. καταστρέφω συγχρόνως ή μαζί με άλλον («τὸ πῡρ δαπανῆσαν τὴν ὕλην και ἑαυτὸ συμφθείρει», Ευρ.) 2. παθ. συμφθείρομαι α) έχω κακό συναπάντημα β) βρίσκομαι μαζί με κάποιον για κακό και τών δύο μας γ) (για χρώματα) αναμιγνύομαι… … Dictionary of Greek
συνάντημα — το, ΝΜΑ [συναντῶ] τυχαίο συμβάν, σύμπτωση νεοελλ. συνάντηση, συναπάντημα μσν. αρχ. (για νόσο ή επιδημία) αιφνίδια επίπτωση, αιφνίδια προσβολή αρχ. επιβεβαίωση, επικύρωση … Dictionary of Greek
συνάντηση — η / συνάντησις, ήσεως, ΝΑ [συναντῶ] το να συναντάται κανείς με άλλον, συναπάντημα, αντάμωση («η συνάντησή μας ήταν τυχαία») νεοελλ. 1. (αθλ.) αγώνας μεταξύ δύο αθλητών ή δύο αθλητικών ομάδων («ποδοσφαιρική συνάντηση») 2. φρ. α) «συνάντηση… … Dictionary of Greek
συναπάντηση — η, Ν συναπάντημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναπαντώ. Η λ., στον λόγιο τ. συναπάντησις, μαρτυρείται από το 1856 στον Γ. Τερτσέτη] … Dictionary of Greek
συντυχία — η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α 1. συζήτηση, κουβεντολόι 2. τυχαία σύμπτωση γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, συγκυρία νεοελλ. 1. τυχαία συνάντηση 2. τόπος συνάντησης («εκεί ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά… … Dictionary of Greek